ts

Προφορά της λέξης:  UK [ti:z]
  • abbr.(= Σε εφελκυσμό) "σημασία" εκτατή δύναμη
  • n.Το εικοστό γράμμα της αγγλικής αλφαβήτου
  • WebΤροπικές καταιγίδες (τροπική καταιγίδα)? Thymidylate συνθετάσης (Thymidylate synthase)? Σύνολο στερεών (ολικών στερεών)
abbr.
1.
[Φυσικής] (= σε εφελκυσμό)
abbr.
1.
[Physics] (= tensile strength)