papists

Προφορά της λέξης:  US [ˈpeɪpɪst] UK ['peɪpɪst]
  • n.Ultramontanism? περιφρόνηση, Ρωμαίος-καθολικός
  • adj.Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (acts)
  • WebΤους παρτιζάνους
n.
1.
μια προσβλητική λέξη, για κάποιον που είναι μια Ρωμαιοκαθολική