abuts

Προφορά της λέξης:  US [əˈbʌt]
  • v.Συνεχόμενα. συνδέσεις? στενή? κλείσιμο
  • n.Αγκύλη? ευρώ· καταλήγω
adjoin border (on) butt (on against flank fringe join march (with) neighbor skirt touch verge (on)
v.
1.
να αγγίξει ή να βρίσκονται δίπλα σε κάτι κατά μήκος μιας πλευράς
n.
1.
βάσης, άξονα
v.
n.
1.