pulpits

Προφορά της λέξης:  US [ˈpʊlpɪt] UK ['pʊlpɪt]
  • n.Ο άμβωνας? Ορισμός λέξη ιερέα? Ιεραπόστολος? (Φάλαινα) Ακόντιο γλώσσα
n.
1.
ο τόπος όπου ο ιερέας στέκεται να μιλήσω με τους ανθρώπους σε μια εκκλησία