- n.«Καλλιέργεια» το λίπασμα? στόκο? ενώσεις
- v.«Καλλιέργεια» λιπασματοποιηθούν [λιπασματοποίηση·] ... Λίπασμα
n. | 1. ένα μίγμα του αποσυντιθειμένος φυτά και τα λαχανικά που προστίθεται στο χώμα για να καλυτερεύσουν την ποιότητά της |
v. | 1. να κάνει τα σάπια τα φυτά και τα λαχανικά σε λίπασμα |
-
Αγγλική λέξη composts δεν μπορεί να γίνει.
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το composts, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με composts, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν composts ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με composts
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : comp compo compos compost composts om ompo m p pos post posts os ost s st t s
- Βασίζεται σε composts, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: co om mp po os st ts
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με composts από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με composts :
composts -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν composts :
composts -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με composts :
composts