composts

Προφορά της λέξης:  US [ˈkɑmˌpoʊst] UK [ˈkɒmpɒst]
  • n.«Καλλιέργεια» το λίπασμα? στόκο? ενώσεις
  • v.«Καλλιέργεια» λιπασματοποιηθούν [λιπασματοποίηση·] ... Λίπασμα
n.
1.
ένα μίγμα του αποσυντιθειμένος φυτά και τα λαχανικά που προστίθεται στο χώμα για να καλυτερεύσουν την ποιότητά της
v.
1.
να κάνει τα σάπια τα φυτά και τα λαχανικά σε λίπασμα