rennet

Προφορά της λέξης:  US [ˈrenɪt] UK ['renɪt]
  • n.Πυτιά (υλικό συμπυκνωμένο γάλα ή τυρί)
  • WebΠήξης του γάλακτος ένζυμα· αργού πυτιά? πρωτεάσες πήξης του γάλακτος
n.
1.
[Χημείας] Ίδιο με ρενίνη
2.
μια ουσία που προστίθεται στο γάλα να κάνει το τυρί
n.
1.
[ Chemistry] Same as rennin