distrusting

Προφορά της λέξης:  US [dɪsˈtrʌst] UK [dɪs'trʌst]
  • n.Να μην πιστεύει? Μην εμπιστεύεστε
  • v.Μην εμπιστεύεστε
  • WebΑμφιβολίες? Καμία πίστωση? Υποψία
n.
1.
ένα συναίσθημα ότι δεν μπορείτε να εμπιστεύεστε κάποιον ή κάτι
v.
1.
να εμπιστεύεστε κάποιον ή κάτι