assurance

Προφορά της λέξης:  US [əˈʃʊrəns] UK [əˈʃɔːrəns]
  • n.Εγγύηση? Εγγύηση? Αυτοπεποίθηση? Ασφάλιση ζωής
  • WebΕίμαι σίγουρος αλάτων· Κατανόηση? Διασφάλισης
n.
1.
έκανε μια δήλωση ότι κάτι θα συμβεί ή να είναι αλήθεια, προκειμένου να αρθεί οιαδήποτε αμφιβολία για αυτό
2.
ένα συναίσθημα ή στάση να είναι βέβαιο ότι κάτι είναι αληθινό
3.
ένα συναίσθημα ή στάση εμπιστοσύνης
4.
ασφάλιση ζωής