- adj.Με γλώσσες? σχετική ανακοίνωση·
- n.Συγγενικός λόγια
- WebΊδια ετυμολογία? παρόμοια? cognate
adj. | 1. συγγενικός λόγια ή γλώσσες έχουν την ίδια προέλευση2. που συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο τρόπο |
n. | 1. μια λέξη σε μια γλώσσα που έχει ίδια προέλευση με μια λέξη σε μια διαφορετική γλώσσα |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: cognate
coagent -
Βασίζεται σε cognate, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
l - octangle
s - coagents
-
Όλα μικρότερη αγγλικές λέξεις εντός cognate :
ace acne act ae aeon ag age agent ago agon agone an ane ant ante at ate atone cage can cane canoe cant canto cat cate cent cento coat cog cogent con cone conga conge conte cot cotan cote eat ego en enact eng eon et eta etna gae gaen gan gane gat gate gen genoa gent get geta gnat go goa goat gone got na nae nag ne neat net no nog not nota note oat oaten oca ocean octan octane oe on once one ta tace taco tae tag tan tang tango tao tea teg ten to toe toea tog toga togae ton tone tong tonga - Λίστα όλα μικρότερη αγγλικών λέξεων σε cognate.
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με cognate, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν cognate ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με cognate
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : cog cognate og g gnat na a at ate t e
- Βασίζεται σε cognate, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: co og gn na at te
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με cognate από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με cognate :
cognates cognate -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν cognate :
cognates cognate -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με cognate :
cognate