- n.Δημοσιογράφος? Ανταποκριτές? Επικοινωνίες
- WebΑνταποκριτής? Ξένος ανταποκριτής? Μόνιμη έξω από δημοσιογράφους
n. | 1. μια εφημερίδα ή τηλεοπτικό δημοσιογράφος, ειδικά κάποιος που ασχολείται με ένα συγκεκριμένο θέμα ή περιοχή2. κάποιον που τακτικά γράφει γράμματα ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε άλλο πρόσωπο |
adj. | 1. κατάλληλο για μια συγκεκριμένη κατάσταση |
- The..price has been..increased without any correspondent improvement in the quality of the goods.
Πηγή: Wellington - Sculptural sketching, exactly correspondent to a painter's light execution of a background.
Πηγή: J. Ruskin
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: correspondent
-
Βασίζεται σε correspondent, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - correspondents
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το correspondent, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με correspondent, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν correspondent ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με correspondent
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : cor or orre r r re res respond e es s p pond on de den dent e en t
- Βασίζεται σε correspondent, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: co or rr re es sp po on nd de en nt
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με correspondent από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με correspondent :
correspondent -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν correspondent :
correspondent -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με correspondent :
correspondent