correspondent

Προφορά της λέξης:  US [ˌkɔrəˈspɑndənt] UK [ˌkɒrɪˈspɒndənt]
  • n.Δημοσιογράφος? Ανταποκριτές? Επικοινωνίες
  • WebΑνταποκριτής? Ξένος ανταποκριτής? Μόνιμη έξω από δημοσιογράφους
n.
1.
μια εφημερίδα ή τηλεοπτικό δημοσιογράφος, ειδικά κάποιος που ασχολείται με ένα συγκεκριμένο θέμα ή περιοχή
2.
κάποιον που τακτικά γράφει γράμματα ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε άλλο πρόσωπο
adj.
1.
κατάλληλο για μια συγκεκριμένη κατάσταση