timberhead

  • n.Timberhead? Ιππότης? Ξύλο στήλες
n.
1.
στην κορυφή ενός πλοίου που έργα άνωθεν του καταστρώματος και χρησιμοποιείται ως μια ψηλή θέση για την εξασφάλιση του πλοίου σε μια αποβάθρα ή αποβάθρα ΞΥΛΕΙΑΣ