wharf

Προφορά της λέξης:  US [hwɔrf] UK [wɔː(r)f]
  • v.(Πλοίο), ελλιμενίστηκε? (αγαθών) που εκφορτώνονται στις αποβάθρες
  • n.Προβλήτα
  • WebΑποβάθρα εκμετάλλευση· Προβλήτα
n.
1.
μια δομή κατασκευασμένο για βάρκες να σταματούν στα, στην άκρη της γης ή που οδηγεί από τη γη έξω στο νερό