tacit

Προφορά της λέξης:  US [ˈtæsɪt] UK ['tæsɪt]
  • adj.Σιωπηρή? αυταπόδεικτη. σιωπηρή
  • WebΣυγκατάθεση? Απόκρυψη εμπορευμάτων· σιωπηλή
adj.
1.
εκπεφρασμένα ή κατανοητή χωρίς λεχθέντων άμεσα