attic

Προφορά της λέξης:  US [ˈætɪk] UK ['ætɪk]
  • n.Ο τελευταίος όροφος
  • adj.Το γραφικό αρχαία Ελλάδα Αττική [Αθήνα]. Σχολή Αθηνών
  • WebΣοφίτα? σοφίτα? ΑΤΤΙΚΗ
n.
1.
το τελευταίο όροφο του ένα σπίτι, άμεσα κάτω από τη στέγη
n.