swagger

Προφορά της λέξης:  US [ˈswæɡər] UK [ˈswæɡə(r)]
  • n.Κορδόνομαι? αέρηδες
  • v.Με τόλμη πάει strutted
  • adj.(Ρούχα, κλπ) σύγχρονη
  • WebΜπλόφα? κορδόνομαι? p
v.
1.
να περπατήσει κατά τρόπον περήφανος και αυτοπεποίθηση
2.
να μιλήσω κατά τρόπον υπερήφανη για τον εαυτό σας
n.
1.
ένας περήφανος και αυτοπεποίθηση τρόπος περπάτημα ή να συμπεριφέρεται