rag

Προφορά της λέξης:  US [ræɡ] UK [ræɡ]
  • n.Κουρέλι? κουρέλι? χαμηλής ποιότητας εφημερίδα tabloid
  • v.Κοροϊδεύετε? πειράζω
  • WebΚουρέλι? κουρέλια? Αγριάδα
baste bawl out berate call down castigate chastise chew out dress down flay hammer jaw keelhaul lambaste lambast lecture scold rail (at against rant (at) rate ream (out) rebuke reprimand reproach score tongue-lash upbraid
n.
1.
< ομιλείται > ίδιο ως κωμικός
2.
ένα κομμάτι της παλιάς ύφασμα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό ή κάτι σκούπισμα
3.
ρούχα που είναι παλιό, σχισμένο και βρώμικο
4.
μια εφημερίδα που δεν είναι πολύ καλή
5.
ένα κομμάτι της Εήδος μουσικής τζαζ μουσικής