sunders

Προφορά της λέξης:  US [ˈsʌndər] UK [ˈsʌndə(r)]
  • v.Ξεχωριστό
  • WebΔιαχωρισμός αντοχής· περικοπή
v.
1.
να σπάσει ή να χωρίσει κάτι εντελώς και βίαια