completely

Προφορά της λέξης:  US [kəmˈplitli] UK [kəmˈpliːtli]
  • adv.Πολύ, πάρα πολύ? Τελείως? Προσεκτικά? Πολύ
  • WebΠολύ? Τελείως? Συνολικά
adv.
1.
Αν γίνει κάτι εντελώς, κάθε τμήμα της γίνεται
2.
χρησιμοποιείται για έμφαση