resigned

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈzaɪnd] UK [rɪ'zaɪnd]
  • adj.Υπακούουν πειθήνια
  • v.«Παραίτηση», το παρελθόν του ρήματος και Παρελθοντικός χρόνος
  • WebΠαραιτήθηκε είχε εγκαταλειφθεί? παραιτήθηκε από
abnegate cede relinquish renounce abdicate step aside (from) step down (from) surrender
adj.
1.
αποδοχή ότι κάτι δυσάρεστο πρέπει να συμβεί και ότι δεν μπορείτε να το αλλάξετε
v.
1.
Η μετοχή και το παρελθοντικό χρόνο του παραίτηση