redemptory

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈdemptɪv] UK [rɪ'demptɪv]
  • adj.Αγοράστε πίσω? Καταβληθέντων ποσών· Αποθηκεύσετε? Γιομ Κιπούρ
  • WebΛύτρωση
adj.
1.
κάνει κάποιος δωρεάν από τη δύναμη του κακού, ειδικά κατά τη χριστιανική θρησκεία