making

Προφορά της λέξης:  US [ˈmeɪkɪŋ] UK ['meɪkɪŋ]
  • n.Μεταποίηση
  • v.«Κάνει» η μετοχή ενεστώτα
  • WebΜορφή παραγωγής ποιότητας
n.
1.
η δραστηριότητα, διαδικασία, ή τη δημιουργία ή να παράγουν κάτι
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του κάνουν