- v.Διόρθωση? Διορθωθεί· Διορθωθεί
- WebΠροσαρμογής· Ανορθωτή? Τροποποιήθηκε
v. | 1. για να διορθώσετε ένα πρόβλημα ή το λάθος, ή να κάνει μια κακή κατάσταση καλύτερα |
- He found means..to rectify their opinion of his conduct.
Πηγή: Robert Watson - You can neither straighten their noses, nor..rectify their dispositions.
Πηγή: George Eliot - Now and then he falls into error, but..the specialists quickly..rectify it.
Πηγή: H. L. Mencken - He itemized the damage and took immediate steps to rectify it.
Πηγή: P. Ackroyd
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: rectified
certified -
Βασίζεται σε rectified, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
n - dentifrice
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το rectified, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με rectified, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν rectified ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με rectified
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : r re rec recti e t ti if f fie e ed
- Βασίζεται σε rectified, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: re ec ct ti if fi ie ed
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με rectified από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με rectified :
rectified -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν rectified :
rectified unrectified -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με rectified :
rectified unrectified