rectifiable

Προφορά της λέξης:  US [ˌrektɪ'faɪəbl] UK [ˌrektɪ'faɪəbl]
  • adj.Διόρθωση [διόρθωση, διόρθωση]? Της αναδιοργάνωσης? «Δύναμη» μπορεί να διορθωθεί? Απόσταξη
  • WebΔιορθωθεί? Μπορεί να διορθωθεί? Μπορεί να διορθωθεί