rearmed

Προφορά της λέξης:  US [ˌriˈɑrm] UK [riːˈɑː(r)m]
  • v.(Αιτία στην) επανεξοπλισμό και (μάρκα) είναι εξοπλισμένα με νέα όπλα
  • WebΒιονικά καταδρομέας
v.
1.
να προμηθεύσει κάποιος με νέα όπλα, ή να συνοδεύει τους, ειδικά ως προετοιμασία για πόλεμο