deme

Προφορά της λέξης:  UK [diːm]
  • n."Ελληνική ιστορία" (της αρχαίας Αττικής) αστικής περιοχής "υγεία" ΔΉΜΟ
  • WebΔΉΜΟ? δυναμική? ΕΔ m
n.
1.
ένα Δήμος στην Αττική, στην αρχαία Ελλάδα
2.
ένα τοπικό πληθυσμό των στενά συνδεδεμένων ειδών διασταύρωση