dragee

Προφορά της λέξης:  UK [drɑ'ʒe]
  • n.(Ιατρική) κουφέτα χάπι? Κουφέτα γυαλισμένο καραμέλες και ρόμβους
  • WebΚουφέτα χάπια? dragee? μαντολάτο