prospering

Προφορά της λέξης:  US [ˈprɑspər] UK [ˈprɒspə(r)]
  • v.(Αιτία να) ανθεί? Επιτυχία (αιτία να)
  • WebΕυημερίας· Ευημερίας· Αναπτύχθηκε
v.
1.
για να είναι επιτυχής, ειδικά κάνοντας πολλά χρήματα
2.
να αναπτυχθούν και να κάνει καλά
v.