prolong

Προφορά της λέξης:  US [proʊˈlɔŋ] UK [prəˈlɒŋ]
  • v.Επεκταθεί
  • WebΚαθυστερήσεις τεντωμένο? παρατεταμένη
v.
1.
να κάνει κάτι διαρκούν περισσότερο