lack

Προφορά της λέξης:  US [læk] UK [læk]
  • v.Έλλειψη δεν? έλλειψη ελλείψεις
  • n.Έλλειψη ελλείψεις? κακή
  • WebΛείπει? η έλλειψη
v.
1.
να μην έχουν οποιοδήποτε ή αρκετά από κάτι που χρειάζεστε ή θέλετε
n.
1.
μια κατάσταση στην οποία δεν έχετε οποιαδήποτε, ή αρκετά, από κάτι που χρειάζεστε ή θέλετε
Ευρώπη >> Πολωνία >> Έλλειψη
Europe >> Poland >> Lack