pectin

Προφορά της λέξης:  US [ˈpektɪn] UK ['pektɪn]
  • n.Πηκτίνη
  • WebΠηκτίνη? Πηκτινάση? πηκτίνη καθρέφτη
n.
1.
μια ουσία που περιέχεται σε κάποια φρούτα, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή μαρμελάδα και ζελέ που είναι πιο χοντρές