patent

Προφορά της λέξης:  US [ˈpæt(ə)nt] UK [ˈpeɪt(ə)nt]
  • n.Ευρεσιτεχνίας ευρεσιτεχνίας άδεια χρήσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας
  • adj.Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ();? πεδιάδα
  • v.Η κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
  • WebΕυρεσιτεχνίας ευρεσιτεχνίας διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο οποίο
n.
1.
επίσημο έγγραφο που δίνει κάποιος που έχει εφεύρει κάτι το νόμιμο δικαίωμα να κάνει ή να πουλήσει την εφεύρεσή του για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και κάποιος άλλος αποτρέπει από να κάνει έτσι
adj.
1.
σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας ή να προστατεύονται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
2.
πολύ προφανής και όχι ανοίγω σε αμφιβολία
v.
1.
να αποκτήσετε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για ή για κάτι, ειδικά μια εφεύρεση