enigmatic

Προφορά της λέξης:  US [ˌenɪɡˈmætɪk] UK [.enɪɡ'mætɪk]
  • adj.Μυστηριώδες? Να καταλάβει? Σύγχυση
  • WebΗ αινιγματική? Η αινιγματική? Παζλ
adj.
1.
μυστηριώδη και δύσκολο να κατανοηθεί
na.
1.
Η παραλλαγή του enigmatical