nonvolatile

Προφορά της λέξης:  US [nɑnˈvɑlət(ə)l] UK [nɒnˈvɒlətaɪl]
  • adj.(Α) μη-volatile? Αμετάβλητο? Για πάντα. Μη μόνιμες
  • n.Αμετάβλητη θέμα
  • WebΔεν είναι πτητικές? Αμετάβλητο? Αμετάβλητο
adj.
1.
υπολογιστή μη πτητική μνήμη μπορεί να αποθηκεύσει πληροφορίες όταν είναι κλειστή η δύναμη, για παράδειγμα σε μνήμη μόνο για ανάγνωση