lat

Προφορά της λέξης:  US [lɑt] UK [lɑ:t]
  • n.(Της Λετονίας νομισματική μονάδα) LVL
  • WebΓεωγραφικό πλάτος (latitude), δοκιμασία οροσυγκόλλησης Latex (δοκιμασία οροσυγκόλλησης Latex)? πίνακα τοπική διεύθυνση (τοπική διεύθυνση τραπέζι)
n.
1.
η κύρια μονάδα του νομίσματος Λετονικά