metatarsal

Προφορά της λέξης:  US [ˌmetəˈtɑrs(ə)l] UK [ˌmetəˈtɑː(r)s(ə)l]
  • n.Μεταταρσίου οστά
  • adj.Κόκκαλα
  • WebΜετατάρσιο; Των οστών του ποδιού? Σπασμένα μεταταρσίου
adj.
1.
που ανήκουν ή σχετίζονται με τα οστά μεταξύ δάχτυλα των ποδιών και αστραγάλων
n.
1.
τυχόν οστών μεταξύ δάχτυλα των ποδιών και αστραγάλων