logical

Προφορά της λέξης:  US [ˈlɑdʒɪk(ə)l] UK [ˈlɒdʒɪk(ə)l]
  • adj.Αναπόφευκτη? συνετή. λογικό? λογική
  • WebΚαλά οργανωμένη? λογικό?-λογική
adj.
1.
σύνδεση ιδέες ή λόγους με λογικό τρόπο? λογική ή λογικές, κρίνοντας από αυτό που ήδη γνωρίζουν
  • The strong and logical-minded Manning.
    Πηγή: Edinburgh Review