coal

Προφορά της λέξης:  US [koʊl] UK [kəʊl]
  • n.Άνθρακα και ξυλάνθρακα (Ηνωμένες Πολιτείες) (μια δέσμη) καυτό άνθρακα
  • v.(Να...) Άνθρακα, (...) Προσροφητικός άνθρακας
  • WebΆνθρακα? δική μου? το Λιθανθρακοφόρο
v.
1.
στο καίνε καύσιμα κάτι και το μετατρέπουν σε κάρβουνο
2.
για την παροχή κάτι με άνθρακα, ή να πάρει τον άνθρακα
n.
1.
σκληρό μαύρο ή σκούρο καφέ ιζηματογενές πέτρωμα που σχηματίζεται από την αποσύνθεση του φυτικού υλικού, χρησιμοποιείται ευρέως ως καύσιμο
2.
ένα κομμάτι του άνθρακα
3.
κάθε μικρό κομμάτι καύσιμων υλικών
4.
μια σκληρή μαύρη ουσία που σκάβεται από το έδαφος και Καμένη ως καύσιμα για να παρέχετε τη θερμότητα