lethal

Προφορά της λέξης:  US [ˈliθl] UK [ˈliːθl]
  • adj.Θανατηφόρος. μπορεί να είναι θανατηφόρα? επικίνδυνο? τις καταστροφικές
  • n.«Γονίδιο θανατηφόρα»
  • WebLEF? καταστροφή? θανατηφόρα κατηγορίες εξοπλισμού
adj.
1.
πολύ επικίνδυνη και μπορεί να σε σκοτώσω? πολύ επιτυχής ή αποτελεσματική
n.
1.
Ίδιο με θανατηφόρα γονίδιο