laborsaving

Προφορά της λέξης:  US [læbə'seɪvɪŋ] UK [læbə'seɪvɪŋ]
  • adj.Εξοικονόμησης εργασίας? Εξοικονόμησης εργασίας? Εύκολο στη χρήση
  • WebΠροσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας? Εξοικονομεί ενέργεια? Εξοικονόμηση εργασίας
adj.
1.
σχεδιαστεί ή να απαιτούν λιγότερη φυσική προσπάθεια
2.
καθιστώντας δυνατή την κάνουμε μια εργασία με μεγαλύτερη ευκολία