kerogen

Προφορά της λέξης:  US ['kerədʒən] UK ['kerədʒən]
  • n.«Ορυχείο» kerogen
  • WebKerogen? kerogen πετρέλαιο ροκ μάζα
n.
1.
απολιθωμένα αδιάλυτο οργανικό υλικό που βρέθηκαν σε κάποια ιζηματογενή πετρώματα όπως ασφαλτούχους σχιστόλιθους, παράγουν προϊόντα πετρελαίου όταν θερμαίνεται