- n.«Ορυχείο» kerogen
- WebKerogen? kerogen πετρέλαιο ροκ μάζα
n. | 1. απολιθωμένα αδιάλυτο οργανικό υλικό που βρέθηκαν σε κάποια ιζηματογενή πετρώματα όπως ασφαλτούχους σχιστόλιθους, παράγουν προϊόντα πετρελαίου όταν θερμαίνεται |
-
Αγγλική λέξη kerogen δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε kerogen, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - kerogens
-
Όλα μικρότερη αγγλικές λέξεις εντός kerogen :
eger ego eke en eng eon er ere erg ergo ern erne gee geek gen gene genre genro go goer gone goner gor gore gree greek green keen keg ken keno kern kerne knee kor kore krone ne nee no nog nor oe ogee ogre oke on one or ore re ree reek reg roe - Λίστα όλα μικρότερη αγγλικών λέξεων σε kerogen.
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με kerogen, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν kerogen ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με kerogen
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : k ke kerogen e er r og g gen e en
- Βασίζεται σε kerogen, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: ke er ro og ge en
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με kerogen από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με kerogen :
kerogens kerogen -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν kerogen :
kerogens kerogen -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με kerogen :
kerogen