geek

Προφορά της λέξης:  US [ɡiːk] UK [ɡiːk]
  • n.Σχετικά με την άτυπη... Εμμονή και ακοινώνητος πρόσωπο
  • WebGeeks και geek?
n.
1.
< άτυπη > κάθε πρόσωπο ακοινώνητος μανιωδώς που διατίθενται για μια συγκεκριμένη επιδίωξη
2.
< αργκό > εκτελεστής Καρναβάλι, των οποίων η πράξη αποτελείται από εξωφρενική κατορθώματα όπως δαγκώνει το κεφάλι εκτός ζώντων ζώων, που χρησιμοποιείται κυρίως στα Αγγλικά Η.π.α