insure

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈʃʊr] UK [ɪnˈʃʊə(r)]
  • v.Ασφαλισμένοι? Να δώσει ασφάλιση· Να δεχτεί? Αναδοχή
  • WebΕγγύηση? Εξασφαλιστεί ότι? Διαβεβαίωση ότι το
v.
1.
Η παραλλαγή του διασφάλιση
2.
να τακτικά καταβολής ασφαλιστική εταιρεία χρήματα έτσι ώστε αυτοί θα σας δώσει χρήματα, αν κάτι που έχετε στην κατοχή σας είναι κατεστραμμένο, χαθεί ή κλαπεί, ή αν πεθάνεις ή είναι άρρωστοι ή τραυματισμένοι? Αν μια ασφαλιστική εταιρία ασφαλίζει σας ή κάτι που σας ανήκει, δέχονται χρήματα από εσάς και να συμφωνήσουν να σας πληρώσει αν πεθάνεις ή είναι άρρωστοι ή τραυματισμένοι, ή αν κάτι που έχετε στην κατοχή σας είναι κατεστραμμένο, χαθεί ή κλαπεί