ensure

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈʃʊr] UK [ɪnˈʃɔː(r)]
  • v.Εξασφαλίσει ότι η εγγύηση, ασφάλειας
  • WebΚαθορίσει? προστασία? ασφαλής
v.
1.
να είμαστε σίγουροι ότι κάτι θα συμβεί ή να γίνεται