- n.Εκπαιδευτή; Τμήμα Οικονομικής Θεωρίας· Προπονητής? Σχολή
- WebΤμήμα Οικονομικής Θεωρίας· Εκπαιδευτή; Δάσκαλος
n. | 1. κάποιος του οποίου η δουλειά είναι να διδάξει μια δεξιότητα ή ένα άθλημα2. κάποιος του οποίου η δουλειά είναι να διδάξουν στους μαθητές στο σχολείο ή να βοηθήσει με διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: instructors
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το instructors, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με instructors, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν instructors ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με instructors
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : in ins s st str t tru r t to tor tors or ors r s
- Βασίζεται σε instructors, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: in ns st tr ru uc ct to or rs
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με instructors από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με instructors :
instructors instructorship instructorships -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν instructors :
instructors instructorship instructorships -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με instructors :
instructors