educationist

Προφορά της λέξης:  US [ˌɛdʒəˈkeʃənɪst] UK [ˌedʒʊ'keɪʃənɪst]
  • n.Παιδαγωγός? Τους εκπαιδευτικούς
  • WebΕκπαιδευτικό θεωρητικός? Εκπαίδευση λόγιος? Τους εκπαιδευτικούς
n.
1.
ειδικός στις θεωρίες ή διοίκηση της εκπαίδευσης