- adj.Ένα απαραίτητο
- n.Απαραίτητο για τους ανθρώπους ή τα πράγματα
- WebΑπαραίτητη? Απαιτείται? Απαραίτητα πράγματα
adj. | 1. δύσκολο ή αδύνατο να υπάρξει χωρίς ή παρακάλια. χωρίς |
n. | 1. κάτι που είναι απαραίτητο και δεν μπορεί να είναι προαιρετική |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: indispensable
-
Βασίζεται σε indispensable, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - indispensables
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το indispensable, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με indispensable, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν indispensable ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με indispensable
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : in dis is s p pe pen pens e en ens s sab sable a ab able b e
- Βασίζεται σε indispensable, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: in nd di is sp pe en ns sa ab bl le
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με indispensable από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με indispensable :
indispensable indispensableness -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν indispensable :
indispensable indispensableness -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με indispensable :
indispensable