incited

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈsaɪt] UK [ɪn'saɪt]
  • v.Κίνητρο? Υποκίνηση? Ερέθισμα
v.
1.
να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να είναι βίαιη ή να διαπράξει εγκλήματα κάνοντας τους, θυμωμένος ή ενθουσιασμένος