foredoomed

Προφορά της λέξης:  US [fɔ:r'd-] UK [fɔ:'du:md]
  • adj.Καταδικασμένη (αποτυχία)
  • v.Που προορίζονται για την κακοτυχία
  • WebΠροορισμένος? Προκαθορισμένα
v.
1.
να καταδικάζουμε κάτι ή κάποιος εκ των προτέρων σε αποτυχία ή καταστροφή