- v.Ανάπτυξη· ανάπτυξη· εξόρυξη
- n.Ηρωική (ή συναρπαστική, συναρπαστικό)
- WebΕκμετάλλευση της αξίας
n. | 1. κάτι ασυνήθιστο ότι κάποιος κάνει που νομίζετε ότι είναι γενναίος, συναρπαστικό ή διασκεδαστικό |
v. | 1. να αντιμετωπίζει κάποιος άδικα προκειμένου να πάρει κάποιο όφελος για τον εαυτό σας2. να χρησιμοποιήσει μια κατάσταση έτσι ώστε παίρνετε το όφελος από αυτό, ακόμη και αν είναι λάθος ή άδικο να γίνει αυτό3. να χρησιμοποιήσει φυσικούς πόρους όπως τα δέντρα, νερό ή λάδι, ώστε να κερδίζετε κατά το δυνατόν |
- He wrote a book about his exploits,..and for a few years he was one of the war-heroes.
Πηγή: G. Swift - To make sure that the resources of the North Sea were exploited for the benefit of the nation.
Πηγή: T. Benn - My close ties with America..could be usefully exploited.
Πηγή: H. Macmillan - Like all children, I mercilessly exploited this kindness.
Πηγή: Day Lewis
-
Αγγλική λέξη exploit δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε exploit, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - exploits
-
Όλα μικρότερη αγγλικές λέξεις εντός exploit :
el et ex exit expo extol ilex it ixtle lei lept let lex li lie lip lipe lit lite lo lop lope lot loti lox oe oil ole op ope opt ox oxlip pe pelt pet pi pie pile pilot piolet pit pix pixel plie plot poet poi pol pole polite pot pox tel teloi ti tie til tile tip to toe toil toile tole top tope topi xi - Λίστα όλα μικρότερη αγγλικών λέξεων σε exploit.
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με exploit, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν exploit ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με exploit
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : e ex exp exploit p lo loi loit oi it t
- Βασίζεται σε exploit, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: ex xp pl lo oi it
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με exploit από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με exploit :
exploits exploit -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν exploit :
exploits exploit -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με exploit :
exploit