exp

Προφορά της λέξης:  US ['eksp] UK ['eksp]
  • abbr.(= πειραματική)
  • WebExp (εμπειρία σημεία)? Εκθετική λειτουργίες? Λήξη περιόδου
abbr.
1.
(= πειραματική)
abbr.
1.
(= experimental)